- ποθήτωρ
- -ορος, ὁ Ααυτός που ποθεί, που έχει σφοδρή επιθυμία για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποθῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. νική-τωρ, πορθή-τωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποθήτορας — ποθήτωρ one who longs masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)